- έχθρισσα
- ἔχθρισσα, ἡ (Μ)(το θηλ. τού εχθρός) εχθρά, εχθρική.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρ- (εχθρός) + -ισσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ο Σ πεζογράφος — Πέρα από τον ποιητή που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, υπάρχει και ένας άλλος Σ. που δεν τον αξιολογήσαμε όσο πρέπει. Είναι ο Σ. πεζογράφος. Η πεζογραφία του, μικρή κι αυτή σε ποσότητα, αλλ’ ισάξια με την ποίησή του σε πνοή και δυναμισμό, αποτελεί… … Dictionary of Greek